τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ
ἔπτατ'. ἐμοὶ δ᾿ ἄχος ὀξὺ γενέσκετο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
«‘μῆτερ ἐμή, τί νύ μ᾿
οὐ μίμνεις ἑλέειν μεμαῶτα,
ὄφρα καὶ εἰν Ἀίδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε
ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο;
Τρεις χύθηκα φορές, απάνω μου ποθώντας να τη σφίξω,
και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος
μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως εθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου,
την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια:
Γιατί δε στέκεις
τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω,
και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε,
να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά;
Από το ταξίδι του Οδυσσέα στον Άδη.
Οδύσσεια, Μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου